„κόκκος“: αρσενικό κόκκος [ˈkokos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Korn, Körnchen Kornουδέτερο | Neutrum, sächlich n κόκκος φωτογραφία | Fotografieφωτο άμμου, πιπεριού κόκκος φωτογραφία | Fotografieφωτο άμμου, πιπεριού Körnchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n κόκκος ποσότητα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ κόκκος ποσότητα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ examples κόκκος αλατιού Salzkornουδέτερο | Neutrum, sächlich n κόκκος αλατιού κόκκος άμμου Sandkornουδέτερο | Neutrum, sächlich n κόκκος άμμου κόκκος βρώμης Haferkornουδέτερο | Neutrum, sächlich n κόκκος βρώμης κόκκος κακάο Kakaobohneθηλυκό | Femininum, weiblich f κόκκος κακάο κόκκος καφέ Kaffeebohneθηλυκό | Femininum, weiblich f κόκκος καφέ κόκκος ρυζιού Reiskornουδέτερο | Neutrum, sächlich n κόκκος ρυζιού κόκκος σκόνης Staubkörnchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n κόκκος σκόνης hide examplesshow examples