„öde“: Adjektiv ödeAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) έρημος, εγκαταλελειμμένος, άδενδρος, χέρσος, βαρετός έρημος, εγκαταλελειμμένος öde verlassen öde verlassen άδενδρος, χέρσος öde kahl öde kahl βαρετός öde langweilig umgangssprachlich | οικείοumg öde langweilig umgangssprachlich | οικείοumg