„Pfefferkorn“: Neutrum, sächlich PfefferkornNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s; -körner> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ξερός κόκκος μαυροπίπερου ξερός κόκκοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m μαυροπίπερου Pfefferkorn Pfefferkorn