μικρός
[miˈkros]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, μικρή, μικρόOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- kleinμικρός μέγεθοςμικρός μέγεθος
- μικρός ποσότητα
- kurzμικρός διάρκειαμικρός διάρκεια
- jungμικρός ηλικίαμικρός ηλικία
examples
- μικρά γράμματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl τυπογραφία | Buchdruck, Typografieτυπογρ ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υKleinschreibungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μικρά κομμάτιαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplKleinteileπληθυντικός | Plural pl
hide examplesshow examples
μικρός
[miˈkros]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Kleine(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fμικρόςμικρός
- Laufburscheαρσενικό | Maskulinum, männlich mμικρόςμικρός
- Hilfskellnerαρσενικό | Maskulinum, männlich mμικρός σνθ παιδίμικρός σνθ παιδί
examples
- μικρόουδέτερο | Neutrum, sächlich nKleinbuchstabeαρσενικό | Maskulinum, männlich m