„Würstchen“: Neutrum, sächlich WürstchenNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s; -> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μικρό λουκάνικο μικρό λουκάνικοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Würstchen Würstchen examples ein armes Würstchen in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig ironisch | ειρωνικάiron φουκαράς ein armes Würstchen in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig ironisch | ειρωνικάiron