μαγικός
[majiˈkos], μαγική, μαγικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Zauber-μαγικός σχετικός με τη μαγείαμαγικός σχετικός με τη μαγεία
- magischμαγικός μαγευτικός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφμαγικός μαγευτικός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- verwünschenμαγικός μαγεμένοςμαγικός μαγεμένος
examples
- μαγική δύναμηθηλυκό | Femininum, weiblich fZauberkraftθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μαγική λάμπαθηλυκό | Femininum, weiblich fWunderlampeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μαγική λέξηθηλυκό | Femininum, weiblich fZauberwortουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples