ράβδος
[ˈravðos]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Stabαρσενικό | Maskulinum, männlich mράβδοςράβδος
- Stockαρσενικό | Maskulinum, männlich mράβδος μπαστούνιράβδος μπαστούνι
examples
- ράβδος ανάδευσηςRührstabαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ράβδος ραβδοσκόπουWünschelruteθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ράβδος χρυσούGoldbarrenαρσενικό | Maskulinum, männlich m