κόλπο
[ˈkolpo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Kniffαρσενικό | Maskulinum, männlich mκόλποTrickαρσενικό | Maskulinum, männlich mκόλποCoupαρσενικό | Maskulinum, männlich mκόλποκόλπο
examples
- κόλπο με χαρτιάKartentrickαρσενικό | Maskulinum, männlich m