„αποτριχωτικό“: ουδέτερο αποτριχωτικό [apotrixotiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Enthaarungsmittel Enthaarungsmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n αποτριχωτικό αποτριχωτικό