ημερολόγιο
[imeroˈlojio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Kalenderαρσενικό | Maskulinum, männlich mημερολόγιοημερολόγιο
- Tagebuchουδέτερο | Neutrum, sächlich nημερολόγιο ατομικόημερολόγιο ατομικό
- Logbuchουδέτερο | Neutrum, sächlich nημερολόγιο ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτημερολόγιο ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ
examples
-
- ημερολόγιο τοίχουWandkalenderαρσενικό | Maskulinum, männlich m