„κίνδυνος“: αρσενικό κίνδυνος [ˈkjinðinos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gefahr, Risiko Gefahrθηλυκό | Femininum, weiblich f κίνδυνος αρνητικό ενδεχόμενο κίνδυνος αρνητικό ενδεχόμενο Risikoουδέτερο | Neutrum, sächlich n κίνδυνος διακινδύνευση κίνδυνος διακινδύνευση examples δεν υπάρχει κίνδυνος es besteht keine Gefahr δεν υπάρχει κίνδυνος έξοδοςθηλυκό | Femininum, weiblich f κινδύνου Notausgangαρσενικό | Maskulinum, männlich m έξοδοςθηλυκό | Femininum, weiblich f κινδύνου θέτω σε κίνδυνο gefährden θέτω σε κίνδυνο εκτός κινδύνου außer Gefahr εκτός κινδύνου κίνδυνος ασφαλείας Sicherheitsrisikoουδέτερο | Neutrum, sächlich n κίνδυνος ασφαλείας κίνδυνος ασφυξίας Erstickungsgefahrθηλυκό | Femininum, weiblich f κίνδυνος ασφυξίας κίνδυνος ατυχήματος Unfallrisikoουδέτερο | Neutrum, sächlich n κίνδυνος ατυχήματος κίνδυνος έκρηξης Explosionsgefahrθηλυκό | Femininum, weiblich f κίνδυνος έκρηξης κίνδυνος εμφράγματος ιατρική | Medizinιατρ Infarktrisikoουδέτερο | Neutrum, sächlich n κίνδυνος εμφράγματος ιατρική | Medizinιατρ κίνδυνος εξάρτησης Suchtgefahrθηλυκό | Femininum, weiblich f κίνδυνος εξάρτησης κίνδυνος επιδημίας Seuchengefahrθηλυκό | Femininum, weiblich f κίνδυνος επιδημίας κίνδυνος ζωής Lebensgefahrθηλυκό | Femininum, weiblich f κίνδυνος ζωής κίνδυνος θανάτου Todesgefahrθηλυκό | Femininum, weiblich f κίνδυνος θανάτου κίνδυνος μόλυνσης Infektionsgefahrθηλυκό | Femininum, weiblich f κίνδυνος μόλυνσης κίνδυνος πλημμύρας Hochwassergefahrθηλυκό | Femininum, weiblich f κίνδυνος πλημμύρας κίνδυνος πυρκαγιάς Feuergefahrθηλυκό | Femininum, weiblich f κίνδυνος πυρκαγιάς κίνδυνος σύγχυσης Verwechslungsgefahrθηλυκό | Femininum, weiblich f κίνδυνος σύγχυσης κίνδυνος υποβιβασμού αθλητισμός | Sportαθλ Abstiegsgefahrθηλυκό | Femininum, weiblich f κίνδυνος υποβιβασμού αθλητισμός | Sportαθλ κίνδυνος φωτιάς Brandgefahrθηλυκό | Femininum, weiblich f κίνδυνος φωτιάς hide examplesshow examples