έξοδος
[ˈeksoðos]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Verlassenουδέτερο | Neutrum, sächlich nέξοδος από χώροέξοδος από χώρο
- Ausgangαρσενικό | Maskulinum, männlich mέξοδος κτηρίουέξοδος κτηρίου
- Ausreiseθηλυκό | Femininum, weiblich fέξοδος από χώραέξοδος από χώρα
- Ausfahrtθηλυκό | Femininum, weiblich fέξοδος αυτοκίνητο | Autoαυτοκέξοδος αυτοκίνητο | Autoαυτοκ
- Exodusαρσενικό | Maskulinum, männlich mέξοδος ομαδικήέξοδος ομαδική
examples
- έξοδος για ναύτεςLandgangαρσενικό | Maskulinum, männlich mLandurlaubαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- έξοδος κινδύνουNotausgangαρσενικό | Maskulinum, männlich m