„Restrisiko“: Neutrum, sächlich RestrisikoNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) υπολειπόμενος κίνδυνος υπολειπόμενος κίνδυνοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Restrisiko Restrisiko