κάλυμμα
[ˈkalima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- κάλυμμα
- Deckeθηλυκό | Femininum, weiblich fκάλυμμα κουβέρτα(Bett-)Überzugαρσενικό | Maskulinum, männlich mκάλυμμα κουβέρτακάλυμμα κουβέρτα
- Bezugαρσενικό | Maskulinum, männlich mκάλυμμα καναπέ, πολυθρόναςκάλυμμα καναπέ, πολυθρόνας
- Schonbezugαρσενικό | Maskulinum, männlich mκάλυμμα για θέση αυτοκινήτουκάλυμμα για θέση αυτοκινήτου
examples
- κάλυμμα αγωγούKanaldeckelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κάλυμμα αλόγουPferdedeckeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κάλυμμα απορροφητήραAbzugshaubeθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples