„Schutzhülle“: Femininum, weiblich SchutzhülleFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) προστατευτικό κάλυμμα προστατευτικό κάλυμμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Schutzhülle Schutzhülle