„Bodenbelag“: Maskulinum, männlich BodenbelagMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κάλυμμα πατώματος κάλυμμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n πατώματος Bodenbelag Bodenbelag