ημερήσιος
[imeˈrisios], ημερήσια, ημερήσιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- ημερήσια διαδρομήθηλυκό | Femininum, weiblich fTagesfahrtθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ημερήσια διάταξηθηλυκό | Femininum, weiblich fTagesordnungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- περιλαμβάνομαι στην ημερήσια διάταξηauf der Tagesordnung stehen
hide examplesshow examples