„Tagesordnung“: Femininum, weiblich TagesordnungFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ημερήσια διάταξη ημερήσια διάταξηFemininum, weiblich | θηλυκό f Tagesordnung Tagesordnung examples auf der Tagesordnung stehen περιλαμβάνομαι στην ημερήσια διάταξη, είμαι στο πρόγραμμα auf der Tagesordnung stehen