Greek-German translation for "τύπος"

"τύπος" German translation

τύπος
[ˈtipos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Presseθηλυκό | Femininum, weiblich f
    τύπος εφημερίδες
    τύπος εφημερίδες
  • Artθηλυκό | Femininum, weiblich f
    τύπος είδος
    Typαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    τύπος είδος
    τύπος είδος
  • Typαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    τύπος άτομο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
    Kerlαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    τύπος άτομο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
    τύπος άτομο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
  • Formelθηλυκό | Femininum, weiblich f
    τύπος χημεία | Chemieχημ μαθηματικά | Mathematikμαθ
    τύπος χημεία | Chemieχημ μαθηματικά | Mathematikμαθ
examples
  • τύποιπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mpl
    Formalitätθηλυκό | Femininum, weiblich f
    τύποιπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mpl
  • αντιμετωπίζομαι θετικά από τον Τύπο
    eine gute Presse haben
    αντιμετωπίζομαι θετικά από τον Τύπο
  • τύπος αυτοκινήτου
    Wagentypαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    τύπος αυτοκινήτου
  • hide examplesshow examples
σκανδαλοθηρικός τύποςαρσενικό | Maskulinum, männlich m μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ
Revolverblattουδέτερο | Neutrum, sächlich n
σκανδαλοθηρικός τύποςαρσενικό | Maskulinum, männlich m μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ
ημερήσιος τύποςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Tagespresseθηλυκό | Femininum, weiblich f
ημερήσιος τύποςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
πρωινός τύποςαρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f
Frühaufsteherαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
πρωινός τύποςαρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f
συντακτικός τύποςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Strukturformelθηλυκό | Femininum, weiblich f
συντακτικός τύποςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
βραδινός τύποςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Nachtmenschαρσενικό | Maskulinum, männlich m
βραδινός τύποςαρσενικό | Maskulinum, männlich m

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: