Greek-German translation for "επιχείρηση"

"επιχείρηση" German translation

επιχείρηση
[epiˈçirisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Operationθηλυκό | Femininum, weiblich f
    επιχείρηση ενέργεια
    επιχείρηση ενέργεια
  • Unternehmenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    επιχείρηση εταιρεία
    Firmaθηλυκό | Femininum, weiblich f
    επιχείρηση εταιρεία
    Geschäftουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    επιχείρηση εταιρεία
    επιχείρηση εταιρεία
examples
  • επιχείρηση ανέλκυσης
    Bergungsaktionθηλυκό | Femininum, weiblich f
    επιχείρηση ανέλκυσης
  • επιχείρηση διάσωσης
    Bergungsaktionθηλυκό | Femininum, weiblich f
    επιχείρηση διάσωσης
  • επιχείρηση εύρεσης προσωρινής εργασίας
    Zeitarbeitsfirmaθηλυκό | Femininum, weiblich f
    επιχείρηση εύρεσης προσωρινής εργασίας
  • hide examplesshow examples
εξαγωγική επιχείρησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Exportgeschäftουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Exporthandelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
εξαγωγική επιχείρησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
αστυνομική επιχείρησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Polizeiaktionθηλυκό | Femininum, weiblich f
αστυνομική επιχείρησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
μεγάλη επιχείρησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Großunternehmenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
μεγάλη επιχείρησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
ξενοδοχειακή επιχείρησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Hotelunternehmenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ξενοδοχειακή επιχείρησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
διαδικτυακή επιχείρησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Onlinebetriebαρσενικό | Maskulinum, männlich m
διαδικτυακή επιχείρησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
οικογενειακή επιχείρησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Familienbetriebαρσενικό | Maskulinum, männlich m
οικογενειακή επιχείρησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
εμπορική επιχείρησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Handelsfirmaθηλυκό | Femininum, weiblich f
Handelsunternehmenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
εμπορική επιχείρησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
εφοπλιστική επιχείρησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Reedereiθηλυκό | Femininum, weiblich f
εφοπλιστική επιχείρησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
μη κερδοσκοπική επιχείρησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Non-Profit-Unternehmenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
μη κερδοσκοπική επιχείρησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
βιοτεχνική επιχείρησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Handwerksbetriebαρσενικό | Maskulinum, männlich m
βιοτεχνική επιχείρησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
υποδειγματική επιχείρησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Musterbetriebαρσενικό | Maskulinum, männlich m
υποδειγματική επιχείρησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
προμηθευτική επιχείρησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Zulieferbetriebαρσενικό | Maskulinum, männlich m
προμηθευτική επιχείρησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
ζημιογόνος για την επιχείρηση
ζημιογόνος για την επιχείρηση
εκκαθαρίζω επιχείρηση
εκκαθαρίζω επιχείρηση

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: