„Abhöraktion“: Femininum, weiblich AbhöraktionFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) επιχείρηση παρακολούθησης με κοριούς επιχείρησηFemininum, weiblich | θηλυκό f παρακολούθησης με κοριούς Abhöraktion Abhöraktion