„geschäftsschädigend“: Adjektiv geschäftsschädigendAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ζημιογόνος για την επιχείρηση ζημιογόνος για την επιχείρηση geschäftsschädigend geschäftsschädigend