„Nähzeug“: Neutrum, sächlich NähzeugNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) είδη ραπτικής είδηNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl ραπτικής Nähzeug Nähzeug