Ausschussware
Femininum, weiblich | θηλυκό fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- είδηNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl ακατάλληλα προς διανομήAusschussware Wirtschaft | οικονομίαWIRTSCHAusschussware Wirtschaft | οικονομίαWIRTSCH