„αφτί“: ουδέτερο αφτί [afˈti]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ohr Ohrουδέτερο | Neutrum, sächlich n αφτί αφτί examples είμαι όλος αφτιά ganz Ohr sein είμαι όλος αφτιά είναι τρελά ερωτευμένος/χρεωμένος μέχρι τα αυτιά οικείο | umgangssprachlichοικ er ist bis über beide Ohren verliebt/verschuldet είναι τρελά ερωτευμένος/χρεωμένος μέχρι τα αυτιά οικείο | umgangssprachlichοικ έφτασε στα αυτιά μου ότι ήσουν στη φυλακή es ist mir zu Ohren gekommen, dass du im Gefängnis warst έφτασε στα αυτιά μου ότι ήσουν στη φυλακή τρώω τα αφτιά κάποιου με ερωτήσεις οικείο | umgangssprachlichοικ jemandem Löcher in den Bauch fragen τρώω τα αφτιά κάποιου με ερωτήσεις οικείο | umgangssprachlichοικ hide examplesshow examples