αίσθηση
[ˈesθisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Sinnαρσενικό | Maskulinum, männlich mαίσθηση όσφρηση, ακοήαίσθηση όσφρηση, ακοή
- Gefühlουδέτερο | Neutrum, sächlich nαίσθηση αίσθημαEmpfindungθηλυκό | Femininum, weiblich fαίσθηση αίσθημααίσθηση αίσθημα
examples
- αισθήσεις ιατρική | MedizinιατρBewusstseinουδέτερο | Neutrum, sächlich nBesinnungθηλυκό | Femininum, weiblich f
-
- ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου
hide examplesshow examples