„Lustgefühl“: Neutrum, sächlich LustgefühlNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αίσθηση ευχαρίστησης αίσθησηFemininum, weiblich | θηλυκό f ευχαρίστησης Lustgefühl Lustgefühl