„Geschmackssinn“: Maskulinum, männlich GeschmackssinnMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) γεύση, αίσθηση του καλού γούστου γεύσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Geschmackssinn Geschmackssinn αίσθησηFemininum, weiblich | θηλυκό f του καλού γούστου Geschmackssinn in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Geschmackssinn in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig