„Völlegefühl“: Neutrum, sächlich VöllegefühlNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) δυσάρεστη αίσθηση υπερκορεσμού δυσάρεστη αίσθησηFemininum, weiblich | θηλυκό f υπερκορεσμού Völlegefühl Völlegefühl