έκτακτος
[ˈektaktos], έκτακτη, έκτακτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- außerordentlichέκτακτος εξαιρετικόςέκτακτος εξαιρετικός
- besondereέκτακτος ειδικόςέκτακτος ειδικός