„περιστατικό“: ουδέτερο περιστατικό [peristatiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Vorfall Vorfallαρσενικό | Maskulinum, männlich m περιστατικό περιστατικό examples περιστατικάπληθυντικός | Plural pl Sachlageθηλυκό | Femininum, weiblich f περιστατικάπληθυντικός | Plural pl