ανάγκη
[aˈnaŋgji]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Bedürfnisουδέτερο | Neutrum, sächlich nανάγκη τα χρειαζούμεναανάγκη τα χρειαζούμενα
- Notwendigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fανάγκη το αναγκαίοανάγκη το αναγκαίο
- Not(lage)θηλυκό | Femininum, weiblich fανάγκη δυσκολία, αδιέξοδη κατάστασηNotfallαρσενικό | Maskulinum, männlich mανάγκη δυσκολία, αδιέξοδη κατάστασηανάγκη δυσκολία, αδιέξοδη κατάσταση
- Zwangαρσενικό | Maskulinum, männlich mανάγκη καταναγκασμόςανάγκη καταναγκασμός
examples