„Version“: Femininum, weiblich VersionFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εκδοχή, παραλλαγή, έκδοση εκδοχήFemininum, weiblich | θηλυκό f Version einer Geschichte παραλλαγήFemininum, weiblich | θηλυκό f Version einer Geschichte Version einer Geschichte έκδοσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Version Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT Version Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT