„εκδόσεις“: πληθυντικός θηλυκού εκδόσεις [ekˈðosis]πληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Verlagswesen Verlagswesenουδέτερο | Neutrum, sächlich n εκδόσεις εκδόσεις