άσκηση
[ˈaskjisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Übungθηλυκό | Femininum, weiblich fάσκηση μαθηματικά | Mathematikμαθ αθλητισμός | Sportαθλάσκηση μαθηματικά | Mathematikμαθ αθλητισμός | Sportαθλ
- (Haus-)Aufgabeθηλυκό | Femininum, weiblich fάσκηση για το σπίτιάσκηση για το σπίτι
- Trainingουδέτερο | Neutrum, sächlich nάσκηση εξάσκησηάσκηση εξάσκηση
- Ausübungθηλυκό | Femininum, weiblich fάσκηση επαγγέλματοςάσκηση επαγγέλματος
- Manöverουδέτερο | Neutrum, sächlich nάσκηση πληθυντικός | Pluralpl στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατάσκηση πληθυντικός | Pluralpl στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
- Askeseθηλυκό | Femininum, weiblich fάσκηση ασκητισμόςάσκηση ασκητισμός