Manöver
Neutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s; ->Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- μανούβραFemininum, weiblich | θηλυκό fManöver Nautik, Schifffahrt | ναυτικός όροςSCHIFFManöver Nautik, Schifffahrt | ναυτικός όροςSCHIFF
- γυμνάσιαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου nplManöver Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMILασκήσειςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fplManöver Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMILManöver Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL