Greek-German translation for "πεδίο"

"πεδίο" German translation

πεδίο
[peˈðio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Ebeneθηλυκό | Femininum, weiblich f
    πεδίο πεδιάδα
    πεδίο πεδιάδα
  • Gebietουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    πεδίο τομέας μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
    πεδίο τομέας μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
  • Feldουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    πεδίο φυσ
    πεδίο φυσ
examples
  • μαγνητικό πεδίο
    Magnetfeldουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    μαγνητικό πεδίο
  • πεδίο μάχης
    Schlachtfeldουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    πεδίο μάχης
  • πεδίο αρμοδιότητας
    Zuständigkeitsbereichαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    πεδίο αρμοδιότητας
  • hide examplesshow examples
άγνωστο πεδίοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Neulandουδέτερο | Neutrum, sächlich n
άγνωστο πεδίοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
άσκηση στο πεδίο της μάχης
Gefechtsübungθηλυκό | Femininum, weiblich f
άσκηση στο πεδίο της μάχης
σημασιολογικό πεδίοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Wortfeldουδέτερο | Neutrum, sächlich n
σημασιολογικό πεδίοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
οπτικό πεδίοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Sehfeldουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Gesichtsfeldουδέτερο | Neutrum, sächlich n
οπτικό πεδίοουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: