προθεσμία
[proθezˈmia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
-
- προθεσμία ανακοπής νομικός όρος | RechtswesenνομEinspruchsfristθηλυκό | Femininum, weiblich f
- προθεσμία άσκησης έφεσηςBerufungsfristθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples