τελευταίος
[telefˈteos], τελευταία, τελευταίοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- letzte(r, s)τελευταίος σε αντίθεση με το πρώτοςτελευταίος σε αντίθεση με το πρώτος
- jüngste(r, s), neuτελευταίος γεγονόςτελευταίος γεγονός
examples
- auf dem Sterbebett liegen
- Schlussoffensiveθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples