επίθεση
[eˈpiθesi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Angriffαρσενικό | Maskulinum, männlich m (κατά+γενική | +Genitiv +gen εναντίον+γενική | +Genitiv +gen auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)επίθεσηOffensiveθηλυκό | Femininum, weiblich fεπίθεσηεπίθεση
- Anschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich mεπίθεση τρομοκρατικήAttentatουδέτερο | Neutrum, sächlich nεπίθεση τρομοκρατικήεπίθεση τρομοκρατική
- Überfallαρσενικό | Maskulinum, männlich mεπίθεση σε τράπεζαεπίθεση σε τράπεζα
examples
- τρομοκρατική επίθεσηTerroranschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- βομβιστική επίθεσηBombenanschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- επίθεση αυτοκτονίαςSelbstmordanschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples