γεύμα
[ˈjevma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Mahlzeitθηλυκό | Femininum, weiblich fγεύμαγεύμα
- Mittagessenουδέτερο | Neutrum, sächlich nγεύμα μεσημεριανόγεύμα μεσημεριανό
examples
- κύριο γεύμαHauptmahlzeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
- επίσημο γεύμαBankettουδέτερο | Neutrum, sächlich n