Wille
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-ns; -n>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- θέλησηFemininum, weiblich | θηλυκό f (zu για)Wille seltenPlural | πληθυντικός plβούλησηFemininum, weiblich | θηλυκό fWille seltenPlural | πληθυντικός plWille seltenPlural | πληθυντικός pl
examples
-
- seinen Willen durchsetzen
-