συμμετοχή
[simetoˈçi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Teilnahmeθηλυκό | Femininum, weiblich f (σε an+δοτική | +Dativ +dat)συμμετοχήBeteiligungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυμμετοχήσυμμετοχή
- Mitwirkungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυμμετοχή συνεργασίασυμμετοχή συνεργασία
examples
- συμμετοχή σε κόμμαParteizugehörigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
- συμμετοχή σε συζήτησηDiskussionsbeitragαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- συμμετοχή στα κέρδηGewinnbeteiligungθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples