Beteiligung
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- συμμετοχήFemininum, weiblich | θηλυκό fBeteiligung Rechtswesen | νομικός όροςJUR Wirtschaft | οικονομίαWIRTSCHBeteiligung Rechtswesen | νομικός όροςJUR Wirtschaft | οικονομίαWIRTSCH