κέρδη
[ˈkjerði]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gewinnαρσενικό | Maskulinum, männlich mκέρδηκέρδη
examples
- κέρδη εκατομμυρίωνMillionengewinnαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κέρδη του λότοLottogewinnαρσενικό | Maskulinum, männlich m