σταθμός
[staθˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Bahnhofαρσενικό | Maskulinum, männlich mσταθμός σιδηροδρομικόςσταθμός σιδηροδρομικός
- Stationθηλυκό | Femininum, weiblich fσταθμός στάση, επιστημονική εγκατάσταση, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφσταθμός στάση, επιστημονική εγκατάσταση, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Senderαρσενικό | Maskulinum, männlich mσταθμός ραδιοφωνικός, τηλεοπτικόςσταθμός ραδιοφωνικός, τηλεοπτικός
examples
- κεντρικός σταθμόςHauptbahnhofαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- παιδικός σταθμόςKinderhortαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ραδιοφωνικός σταθμόςRundfunksenderαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples