θερμοηλεκτρικός
[θermoilektriˈkos], θερμοηλεκτρική, θερμοηλεκτρικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- θερμοηλεκτρικός σταθμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m παραγωγής ενέργειαςHeizkraftwerkουδέτερο | Neutrum, sächlich n