„Windkraftwerk“: Neutrum, sächlich WindkraftwerkNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σταθμός αιολικής ενέργειας σταθμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m αιολικής ενέργειας Windkraftwerk Windkraftwerk