„Feuerwache“: Femininum, weiblich FeuerwacheFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πυροσβεστικός σταθμός πυροσβεστικός σταθμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Feuerwache Feuerwache