„Erdbebenwarte“: Femininum, weiblich ErdbebenwarteFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σεισμολογικός σταθμός σεισμολογικός σταθμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Erdbebenwarte Erdbebenwarte